- μουσουλμανισμός
- ο мусульманство, магометанство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μουσουλμανισμός — ο η θρησκεία τών μουσουλμάνων, μωαμεθανισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσουλμάνος + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
μουσουλμανισμός — ο η θρησκεία των μουσουλμάνων, ο μωαμεθανισμός, ο ισλαμισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
μωαμεθανισμός — Βλ. λ. ισλαμισμός. * * * ο θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ, ο ισλαμισμός, ο μουσουλμανισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. mohammedanism. Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Κων. Οικονόμο] … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — ο 1. η θρησκεία του Μωάμεθ, ο μωαμεθανισμός, ο μουσουλμανισμός. 2. το σύνολο των μωαμεθανικών λαών και ο πολιτισμός τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μωαμεθανισμός — ο η θρησκεία που ίδρυσε ο προφήτης Μωάμεθ, ο ισλαμισμός, ο μουσουλμανισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)